κλητήριος

κλητήριος
-α, -ο
1. αυτός με τον οποίο καλείται κανείς.
2. «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα», το έγγραφο με το οποίο καλείται κανείς να παρουσιαστεί ως κατηγορούμενος σε δικαστή ή ανακριτή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κάποιος 2. φρ. (νομ.) «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα» ή απλώς «κλητήριο» το δικαστικό έγγραφο με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος όταν παραπέμπεται με απευθείας κλήση, δηλαδή χωρίς βούλευμα, από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”